σπειραία

σπειραία
(spiraea). Γένος φυτών της οικογένειας των Ροδιδών, με 100 περίπου είδη. Είναι φυτά θαμνώδη ή μικρά φρύγανα των βόρειων εύκρατων χωρών. Πολλά από αυτά καλλιεργούνται ως διακοσμητικά. Η σ. έχει φύλλα απλά, οδοντωτά, με μικρό μίσχο και χωρίς παράφυλλα. Τα άνθη της είναι λευκά ή κοκκινωπά και άφθονα στην άνθησή τους. Ευδοκιμούν σε έδαφος μέτρια υγρό και προφυλαγμένο από δυνατούς ανέμους. Πολλαπλασιάζεται με σπορά την άνοιξη, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται σε κήπους τα είδη σ. η ιτεόφυλλη, με άνθη ρόδινα, σ. η ιαπωνική, με άνθη ρόδινα ή κόκκινα και σ. η προυνόφυλλη, γνωστή και με την ονομασία γέρος, με κατάλευκα άνθη. Σπειραία η ιττεόφυλλη. Είδη του φυτού σπειραία.
* * *
η, ΝΜΑ, και σπειρέα Ν
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ροδίδες τής τάξης ροδώδη, περιλαμβάνει 100 περίπου είδη φυλλοβόλων θάμνων και ευδοκιμεί στις εύκρατες περιοχές τού βόρειου ημισφαιρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρα + κατάλ. -αία, θηλ. τής κατάλ. -αῖος, πιθ. λόγω τής μορφής τού άνθους. Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. spiraea].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπειραία — σπειραίᾱ , σπειραία privet fem nom/voc/acc dual σπειραίᾱ , σπειραία privet fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηρέα — και, κατά τον Ησύχ., σμηρία, ἡ, Α 1. (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί σπειραία) είδος φυτού 2. (κατά τον Ησύχ. στον τ. σμηρία) «κισσός» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”